- σπορόζωο
- το, Νζωολ. συν. στον πληθ. τα σπορόζωαυποσυνομοταξία ή, κατ' άλλους, υπερομοταξία παρασιτικών πρωτοζώων τα οποία παράγουν κατά κανόνα σπόρια και ζουν στο εσωτερικό τών κυττάρων σχεδόν κάθε είδους ζώου, διακρίνονται δε σε τέσσερεις ομοταξίες, τα γρεγαρινόμορφα, τα κοκκιδιόμορφα, τα σαρκοσπορίδια και τα κνιδοσπορίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporozoa (< σπόρος + ζώο)].
Dictionary of Greek. 2013.